Οκτωβρίου 04, 2012

Μοναστηράκι, 04-10-2012, ώρα 13:30 
Μια βόλτα στο Ιστορικό κέντρο της Αθήνας και αμέσως νιώθεις παράξενα. Συγκρούονται πολιτισμοί και ιστορία, μέλλον και παρελθόν, το παρόν όμως σαν να λείπει....

Έκατσα σε ένα όμορφο καφέ και απόλαυσα τον ιταλικό καφέ μου χαζεύοντας το κτήριο απέναντι. Αυτά τα νεοκλασικά με τα μικρά μπαλκόνια και τα αετώματα στην σκεπή, σε συνδυασμό με τον (επιτέλους) φθινοπωρινό ουρανό, μου φέρνουν μια μικρή θλίψη. Θεωρώ οτι προέρχεται απο την αίσθηση της παρακμής. Ναι, παρακμή, αυτό το κτήριο κάποτε έστεκε αγέροχα κάτω απο τον Παρθενώνα και ήταν ζωντανό, φιλοξενούσε γέλια, χαρές, φωνές , κλάματα και πολλές ιστορίες απο την οικογένεια πού το κατοικούσε. Ήταν ένα απο τα πολλά τέτοια κτήρια, τότε σύγχρονο και αριστοκρατικότατο  τώρα σπάνια το κοιτάνε και σκέφτονται αυτά , αφού οτι απο την αίγλη του υπάρχει μόνο στην πρόσοψη απο τον επάνω όροφο. Στον κάτω όροφο φιλοξενείται  ένα κατάστημα με σύγχρονες τζαμόπορτες και στο κέντρο ένα καφέ ( με κυρίως ιταλικούς καφέδες.). Μπορεί αρχιτεκτονικά ή σχεδιαστικά και με γνώμονα το design να έχει ενδιαφέρον και να είναι αξιόλογο, όμως κανείς δεν σκέφτεται την "ψυχή" του κτηρίου που πάνω στα χρόνια του εντυπώθηκαν και τα συναισθήματα των ανθρώπων που πέρασαν απο κει...
Μπορέι να σκέφτομαι γραφικά, μπορεί καθόλου σχεδιαστικά, όμως η ιστορία που οι τοίχοι στην Αθήνα λένε δεν πρέπει να μας περνάνε αδιάφοροι.  Οφείλουμε να κοιτάμε καμια φορά ψηλά και να αισθανόμαστε αυτούς που πέρασαν, να φανταζόμασταν όσους ακολουθήσουν, ίσως γίνουν καλύτερα τα πράγματα έτσι.... Καληνύχτα ή και Καλημέρα..... 

2 σχόλια:

  1. Θα σου πω εγώ για αυτό το σπίτι στην Αθήνα. Θυμάμαι κάτι γέροντες μια φορά που έλεγαν για εκείνη την κοπέλα στο μπαλκόνι. Μου άρεσε αυτή η ιστορία και κάθισα. Ένας γεράκος μου μίλησε για αυτήν…
    Πριν πολλά πολλά χρόνια ζούσε σε αυτό το σπίτι μία κοπέλα και ένα παλικάρι. Κάθε μέρα τους άρεσε να πίνουν τον καφέ τους έξω στο μπαλκόνι. Τους άρεσε πολύ η πρωινή αύρα που ανακατευόταν με τη μυρωδιά του καφέ και τα ανθισμένα τριαντάφυλλα που φύτευαν στις γλάστρες. Όλοι είχαν να το λένε… ήταν το πιο όμορφο μπαλκόνι που είχαν δει σε ολόκληρη την πόλη. Κάθε πουλί, κάθε διαβάτης, ακόμα και τα δέντρα ένιωθαν την αγάπη που υπήρχε σε αυτό το παλιό αρχοντικό. Νόμιζες πως είχαν κάθε μέρα άνοιξη σε αυτό το σπίτι. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοια αγάπη, θυμάται να λένε. Λένε, ακόμα, πως το παλικάρι για να δείξει την αγάπη του στην κοπέλα, έψαξε σε όλη την Αθήνα και βρήκε τον καλύτερο γλύπτη και του ζήτησε να φτιάξει δύο φλιτζάνια που όμοιά τους δεν θα υπήρχαν πουθενά.
    Και τα έφτιαξε. Από τη μία πλευρά είχαν δύο χελιδόνια, που αν τα κοίταζες άλλες φορές έμοιαζαν σα να φιλιούνται και άλλες φορές έμοιαζαν να αγκαλιάζουν τρυφερά το ένα το άλλο. Από την άλλη πλευρά, είχαν δύο αρχικά. Λ. και Π. Της τα χάρισε και μαζί με αυτά της έδωσε και όρκο παντοτινής αγάπης. Και έτσι οι μέρες περνούσαν για τους δύο ερωτευμένους. Και πέρασαν πολλές μέρες. Ώσπου κάποια στιγμή έφτασε η μέρα και το παλικάρι έπρεπε να φύγει για τόπο ξένο και μακρινό. Του υποσχέθηκε, πως για όσο καιρό θα βλέπει λευκά κρίνα να ανθίζουν στις γειτονιές της Αθήνας θα τον περιμένει να γυρίσει.
    Έτσι κι έκανε. Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Και έφευγαν χειμώνες, καλοκαίρια, φθινόπωρα. Και εκείνη περίμενε. Περίμενε τον αγαπημένο της κάθε μέρα στην ίδια θέση στο μπαλκόνι. Άλλοι έλεγαν πως τρελάθηκε και άλλοι πως η θλίψη και ο καημός είχαν ριζώσει βαθειά μες στην ψυχή της. Έβλεπε τρένα να περνούν και περίμενε τη μέρα που θα γυρνούσε ο αγαπημένος της. Μέχρι που τα ξανθά μαλλιά της είχαν γίνει πια λευκά. Και δεν ξαναείδε λευκά κρίνα στην Αθήνα. Και άρχισε να φυτεύει στο μπαλκόνι. Λένε, πως δεν ήθελε να γυρίσει ο αγαπημένος της και να νομίζει πως είχε αθετήσει την υπόσχεσή της. Άκουγαν να τους μιλάει και να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την ομορφιά του παλικαριού και να τους λέει συνέχεια, «θα γυρίσει μια μέρα καλά μου κρίνα. Και θα τον δείτε. Είναι τόσο όμορφος. Το ξέρω πως θα γυρίσει. Μ’ αγαπάει και θα γυρίσει…». Και έβαζε πάλι καφέ στο φλιτζάνι της.
    Ώσπου, ξημέρωσε μια μέρα και δεν την είδε ποτέ κανείς στο μπαλκόνι. Μόνο ο περιπτεράς θυμάται μια μέρα που ήρθε ένα παλικάρι και τραγουδούσε ένα ρυθμό γνωστό. Και κοίταξε. Το παλικάρι τραγουδούσε κάθε μέρα, λες και περίμενε πως η κοπέλα θα έβγαινε και πάλι στο μπαλκόνι. Μα δε βγήκε ποτέ.
    Κάποιοι περαστικοί λένε πως μια από τις μέρες αυτές άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και από μέσα ξεπρόβαλε μια κοπέλα με υπέροχα κατάξανθα μαλλιά. Τόσο όμορφη, που η λάμψη τους σχεδόν τους τύφλωσε. Θύμιζε πολύ την γριούλα που καθόταν στο μπαλκόνι. Μα όλοι έλεγαν πως αποκλείεται να είναι αυτή. Και πήρε το παλικάρι από το χέρι και καθώς έφευγαν την άκουσαν να λέει «Σε ευχαριστώ που γύρισες».

    ΑπάντησηΔιαγραφή