Σεπτεμβρίου 26, 2014

   Ξύπνησε μέσα στον ύπνο από εφιάλτη.. Συνέβαινε συχνά τελευταία αυτό, κάποιοι είπαν πως ήταν από άγχος, άλλοι επειδή τρώει βαριά το βράδυ, και διάφορες τέτοιου είδους δικαιολογίες...  Αυτός όμως ήξερε... Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι, έστριψε τσιγάρο, ακούμπησε τους αγκώνες στο κάγκελο και ρούφηξε, ύστερα κοίταξε πέρα μακρυά. Πόσοι άνθρωποι να ξύπνησαν αυτήν την στιγμή, πόσοι να ένιωθαν το ίδιο με αυτόν, πόσοι κοιμόντουσαν, γέλαγαν ή έκλαιγαν αυτήν την στιγμή ; Τον ηρεμούσε να όταν κοιτούσε τον κόσμο από το μπαλκόνι, του φαίνονταν μικρός και αυτός μεγάλος, που ήταν άλλωστε μεγάλος για αλητεία, μεγάλος για κάποια λάθη...μεγάλος γιαυτό που τον ξύπνησε... Ρούφηξε την τελευταία τζούρα και μπήκε μέσα , ξάπλωσε ανάσκελα και προσποιήθηκε πως δεν σκεφτόταν τίποτα. Κορόιδεψε το μυαλό του και έκλεισε τα μάτια του...
     Ο ήχος του ρολογιού, του άνοιξε τα βλέφαρα, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, πήγε να φτιάξει καφέ και σταμάτησε.Ντύθηκε να πάει στην δουλεία, πήγε, γύρισε, είπε δυο αστεία, τσίτωσε με κάποιον στον δρόμο, σκέφτηκε μια πρώην γκόμενα, είδε μια ωραία γκόμενα, θύμωσε με κάποιον, έφαγε, κοιμήθηκε, βγήκε με δυο φίλους, είπαν νέα, τα ίδια νέα, τα βαρετά ίδια νέα, κάποιος έμεινε χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς γκόμενα, κάποιος βρήκε, κάποιος γέννησε και η ζωή συνεχίστηκε, έκανε ένα ζάπινκ, ένα πέρασμα στο facebook, δύο like, ένα σχόλιο, τρεις κοινοποιήσεις...ξάπλωσε κοιμήθηκε.... Ξύπνησε στις τέσσερις, ξανά, βγήκε στο μπαλκόνι, άναψε τσιγάρο...ηρέμησε..Να φταίει άραγε η εποχή, η οικονομική κρίση, η συναισθηματική κρίση, ή να φταίει που τα θέλει όλα? Ναι ! τα θέλει όλα! Δεν τα απαιτεί, ποτέ δεν τα απαίτησε, τα κυνηγούσε και πάλευε γιαυτά, δεν μπορεί ρε φίλε την μετριότητα, τον συμβιβασμό, δεν το έκανε ποτέ και τώρα που η εποχή και ο κόσμος το κάνει με βία γι αυτόν, σφίγγει το στομάχι του και πονά, δεν είναι άρρωστος είναι η μπόχα της κοινωνίας που τον ανάγκασαν να ζει και του προκαλεί αναγούλες απο την αηδία. Κάποιες στιγμές νιώθει πόνο στο στήθος , μικρά τσιμπήματα , είναι καρφιά απο τους ανθρώπους που τον πλήγωσαν , η καρδία του πονά για να τον προστατέψει, να μην τον αφήσει να εμπιστευτεί κανέναν πια και όταν του κόβεται η ανάσα, είναι γιατί δεν έχει οξυγόνο, είναι γιατί τον σφράγισαν σε έναν μέτριο κόσμο, σε μία μέτρια πόλη, σε μία μέτρια ζωή, όμως δεν του αρέσουν τα μέτρια, δεν φτιάχτηκε για τα μέτρια, τα θέλει όλα ή τίποτα και τη στιγμή που βγαίνει στο μπαλκόνι, τα έχει. Μερικές φορές σκέφτεται να " πετάξει", όμως είναι ποιο δυνατός και ξέρει ότι δεν είναι ο μόνος που νιώθει έτσι, άλλα είναι μόνος... Μόνος απο επιλογή, μόνος γιατί είπαμε,τα θέλει όλα, μπορεί και τα θέλει όλα...και έτσι θέλει να μοιράζεται την στιγμή του στο μπαλκόνι με κάποια που δεν αρκείται στα μέτρια, με κάποια που μαζί θα αλλάξουν το άρωμα της πόλης, που θα επουλώσουν τις πληγές, με κάποια που θα πετάξουν τόσο ψηλά που θα βρούν αέρα να αναπνεύσουν... με κάποια που δεν θα θέλει να αλλάξει τον κόσμο, αλλά θα το κάνει ακριβώς όπως και αυτός.....τράβηξε την τελευταία τζούρα και ξάπλωσε... το ξυπνητήρι χτύπησε....σηκώθηκε και πήγε στην δουλειά...